Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στόβος λοιδορία

См. также в других словарях:

  • στόβος — ὁ, Α 1. αλαζονεία («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», Λυκόφρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, ὄνειδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. στέμβω «υβρίζω, χλευάζω» χωρίς έρρινο ένθημα μ (βλ. και λ. στέμβω)] …   Dictionary of Greek

  • στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»